Παλαιά Διαθήκη: θέλει γνώση καί σύνεση ἡ προσέγγισή της!
Ἀναδημοσιεύουμε άρθρο ἀπό τό ἱστολόγιο τοῦ κ. Ἀθανασίου Γερ. Μουστάκη, δρ Θεολογίας-Πτυχ. Φιλολογίας, σχετικά μέ τήν Παλαιά Διαθήκη.
Ἡ ἀρχική δημοσίευση ὑπάρχει ἐδῶ
Προσφάτως ἔπεσε στήν ἀντίληψή μου ἄρθρο τοῦ κυρίου Παντελῆ Σβουρένου δημοσιευμένο στήν τοπική ἐφημερίδα «Βῆμα τῆς Κῶ», στό ὁποῖο, μέ τή βεβαιότητα καί τή σιγουριά τοῦ μή εἰδικοῦ, καταπιάνεται μέ ἕνα θέμα πού ὅπως ξεκάθαρα διαπιστώνουμε ἀπό τό κείμενό του δέν κατέχει οὔτε στό ἐλάχιστο. Καί βέβαια, δέν θά τόν κατηγοροῦσε κανείς γι᾿ αὐτό, ἐάν δέν ἀποτολμοῦσε νά εἰσχωρήσει σέ δύσκολα πεδία πού γιά νά τά ἀντιμετωπίσει κάποιος συγγραφέας, στοχαστής ἤ ἐρευνητής, τέλος πάντων, πρέπει στοιχειωδῶς τουλάχιστον νά τά κατέχει.
Τό πρῶτο λάθος τοῦ κυρίου Σβουρένου σχετίζεται μέ τόν τίτλο πού θέτει στό κείμενό του: «ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ «Η Πόρνη»» (Βῆμα τῆς Κῶ, ἀριθμός φύλλου 2621, 21 Ἀπριλίου 2020, σελ. 10). Ἡ ἐπιλογή του νά ἀποδώσει στήν Παλαιά Διαθήκη ἕναν τόσο «βαρύ» χαρακτηρισμό φανερώνει πολύ ἐπιφανειακή ἐπαφή μέ τό ἀντικείμενο τοῦ ἄρθρου καί προδίδει σοβαρό μεθοδολογικό ἀτόπημα, καθώς ὅπως θά δοῦμε στή συνέχεια ἀποδεικνύεται ὅτι δέν τό γνωρίζει. Τό ἀτόπημα αὐτό πού δείχνει ὅτι δέν ἔχει καταλάβει τί εἶναι ἡ Παλαιά Διαθήκη, εἶναι βέβαια ἀναμενόμενο ἀπό κάποιον πού ὡς μοναδική βιβλιογραφική ὑποστήριξη ἀναφέρει τόν Γιάννη Κορδάτο, ὁ ὁποῖος (ἐπίσης μή εἰδικός καί προσανατολισμένος ἰδεολογικά) καταπιάστηκε μέ πολλά θέματα κατά τήν πολυετῆ συγγραφική του δραστηριότητα. Παρακολούθησε νομικές σπουδές στό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν (δέν εἶμαι σίγουρος ὅτι τίς ὁλοκλήρωσε) ἀλλά στά πεδία πού ἐργάστηκε συγγραφικά ἦταν μᾶλλον αὐτοδίδακτος. Τό ἔργο του κάλυψε εὐρύτατο φάσμα: ἀπό τήν κοινωνιολογία μέχρι τή μελέτη τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τή Βιβλική Ἱστορία. Οἱ τελευταῖοι χῶροι, πού κάπως τούς γνωρίζω, εἶναι πολύ δύσκολοι μέ τεράστια βιβλιογραφία καί μόνο γιά τή Βιβλική Ἱστορία ἀπαιτεῖται μόχθος μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς. Ὁ Γιάννης Κορδάτος, λοιπόν, μέ φιλότιμη, πολυετῆ προσπάθεια, ἀσχολήθηκε μέ αὐτά τά θέματα δίχως νά προσεγγίσει, νά ἐξετάσει ἔστω γιά λίγο τή θεολογική τους πτυχή. Θεωρώντας ὅτι ἡ ἐκκλησιαστική παράδοση εἶναι περιττή, ἀμελητέα ἤ ἐσφαλμένη, τήν παραβλέπει καί προχωρᾶ σέ βιβλιογραφική ἀξιοποίηση ἔργων παλαιῶν, ἰδεολογικά προσανατολισμένων πρός κάποιο πολιτικό ἤ φιλοσοφικό ρεῦμα, ὅπως π.χ. ἡ γνωστή Σχολή τῆς Τυβίγγης, πού υἱοθετοῦσε τό σχῆμα ἀνελίξεως τῆς ἱστορίας τοῦ Ἐγέλου: θέση-ἀντίθεση-σύνθεση, καί κάποτε, στά μέσα τοῦ 19ου αἰῶνα, θεωρήθηκε πρωτοπόρα, ἀλλά σύντομα ξεπεράστηκε ἀπό ὅλους τούς εἰδικούς μελετητές. Στά ἔργα του διακρίνουμε ἐπιρροές καί τῆς Μορφοϊστορικῆς Σχολῆς πού ἀπό τίς ἀρχές μέχρι τά μέσα τοῦ 20οῦ αἰῶνα προσπάθησε νά ἑρμηνεύσει τά βιβλικά θέματα στηριγμένη στήν ἀνάλυση καί μελέτη τῶν φιλολογικῶν μορφῶν τῶν βιβλικῶν κειμένων καί στήν προσπάθεια ἀπομύθευσης τῶν γεγονότων, ἀλλά καί αὐτή σύντομα ξεπεράστηκε.
Σέ ὅσα ἔργα του γνωρίζουμε δέν ἐντοπίσαμε κανένα πατερικό παράθεμα ἤ ἔστω κάποια ἀνάλογη ἀναφορά. Ὑπάρχουν παραπομπές στόν ἱστορικό Ἰώσηπο καί στόν Φίλωνα, τόν ἀλληγοριστή σοφό τοῦ 1ου μ.Χ. αἰῶνα, ὁ ὁποῖος ὅμως οὔτε χριστιανός ἦταν οὔτε τά ἔργα του, πού εἶναι γεμάτα ἀπό ἀλληγορικούς -συχνά ἀκατανόητους- συμβολισμούς, ἐκφράζουν τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Καί ἔχουμε τό παράδοξο κάποιος νά μιλᾶ γιά τήν Ἁγία Γραφή, γέννημα καί καρπό τῆς Ἐκκλησίας, μέ πλήρη ἀπουσία τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς θεολογίας της, καί φυσικά ἐλλειπῆ καί πλημμελῆ χρήση τῆς ἑλληνικῆς καί διεθνοῦς βιβλιογραφίας. Εἶναι δυνατόν νά τήν κατανοήσει; Εἶναι δυνατόν ἡ ἐνασχόλησή του νά εἶναι ἰδεολογικά ἀνεξάρτητη ὅταν οἱ προϋποθέσεις τῆς μελέτης του εἶναι ἰδεολογικά προσανατολισμένες καί ἀπορρίπτει τήν Ἐκκλησία;
Καί ἐπανερχόμαστε στό κείμενο τοῦ κυρίου Σβουρένου. Ξεκινᾶ μέ ἀναφορᾶ στόν 79ο Ψαλμό, ἔργο τοῦ Ἀσάφ, ὁ ὁποῖος ἔγραψε κάποιους ἀπό τούς 150 Ψαλμούς (οἱ περισσότεροι εἶναι ἔργα τοῦ Βασιλιᾶ Δαβίδ). Σχολιάζει τούς στίχους 15 καί 16 καί τούς ἀποδίδει μαζί μέ ὁλόκληρο τόν Ψαλμό, βέβαια, στόν Βασιλιᾶ Σολομώντα, τόν ὁποῖο ἀποκαλεῖ πόρνο. Βέβαια, καί πάλι κάνει λάθος καθώς, ὅπως σημειώσαμε ὁ 79ος Ψαλμός δέν ἔχει γραφεῖ ἀπό τόν Σολομώντα, ἀλλά ἀπό τόν λευίτη Ἀσάφ, ὁ ὁποῖος ἔζησε τήν ἐποχή τοῦ Δαβίδ.
Πότε ἔζησε, ὅμως, ὁ Δαβίδ;
Στόν ἀρχαῖο Ἰσραήλ τρεῖς βασίλευσαν στό ἑνιαῖο βασίλειο:
- ὁ Σαούλ ἀπό τό 1012 ἕως τό 1004 π.Χ.
- ὁ Δαβίδ ἀπό τό 1004 ἕως τό 965 π.Χ.
- ὁ Σολομών ἀπό τό 965 ἕως τό 926 π.Χ.
Τό βασίλειο διασπάστηκε σέ Βόρειο καί Νότιο μετά τόν Σολομώντα. Ἂν καὶ λόγῳ τῆς παλαιότητας τῆς ἐποχῆς ὑπάρχουν μικρές διαφοροποιήσεις στά χρόνια πού βασίλευσαν οἱ τρεῖς αὐτοί βασιλεῖς, εἶναι σίγουρο ὅτι ἡ περίοδος τοῦ ἑνιαίου Βασιλείου ἐκτείνεται ἀπό τό τέλος τοῦ 11ου μέχρι τό τέλος τοῦ 10ου π.Χ. αἰῶνα. Κι ἐδῶ τό τρίτο σοβαρό σφάλμα τοῦ κυρίου Σβουρένου, καθώς τοποθετεῖ τόν Βασιλιά Σολομώντα στόν 8ο καί ὄχι στόν 10ο αἰῶνα πού ἀναμφισβήτητα ἔζησε.
Τέταρτο παράδοξο σφάλμα τοῦ κυρίου Σβουρένου εἶναι ὅτι ἀναφέρει πῶς «ὁ Κορδᾶτος γράφει ὅτι ὁ Σολομών εἶχε 700 γυναῖκες νόμιμες καί ἄλλες τόσες παράνομες» διότι προφανῶς δέν γνωρίζει ὅτι αὐτή ἡ ἀναφορά προέρχεται ἀπό τήν Ἁγία Γραφή διαφορετικά ἐπιστημονικά ὀρθό θά ἦταν νά ἀναφέρει πρώτα τήν πηγή καί ἔπειτα τή δευτερογενῆ βιβλιογραφία. Στό βιβλίο Γ΄ Βασιλειῶν (11:1-6) περιγράφεται ἡ ἄστατη ζωή τοῦ Σολομώντα, ἀμέσως μετά ἡ ἀποστασία του ἀπό τόν ἀληθινό Θέο (Γ΄ Βασιλειῶν 11:7-13) καί στή συνέχεια τά προβλήματα πού προκάλεσε ἡ στάση του αὐτή.
Παρά ταῦτα, στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ὁ Σολομών ἔχει καταγραφεῖ καί παραδίδεται ὡς σοφός καί ὄχι ὡς πόρνος ὅπως χαρακτηρίζεται στό ἄρθρο πού συζητᾶμε. Γιατί συμβαίνει αὐτό ἄραγε; Μέ αὐτό τό ἐρώτημα ἐρχόμαστε στήν καρδιά τοῦ προβλήματος πού ἐμμέσως θίγει ὁ ἀρθρογράφος. Γιατί τιμᾶμε ὡς ἅγιο καί δίκαιο τόν βασιλέα Σολομώντα, ἐνῶ γνωρίζουμε ἀπό τήν ἴδια τήν Ἁγία Γραφή, καί ὄχι ἀπό τόν Γιάννη Κορδᾶτο βέβαια, ὅτι ἦταν ἀνήθικος;
Γιά νά ἀπαντηθεῖ αὐτό τό ἐρώτημα στήν πραγματικότητα πρέπει νά ποῦμε τί εἶναι ἡ Παλαιά Διαθήκη, γιατί μπῆκε στήν Ἁγία Γραφή, γιατί τήν χρησιμοποίησε ὁ Χριστός καί οἱ συγγραφεῖς τῆς Καινῆς Διαθήκης, γιατί τήν διαβάζουμε καί τήν χρησιμοποιοῦμε κατά κόρον στίς Ἀκολουθίες καί στά Μυστήρια, ἐνῶ σέ αὐτή περιέχονται πολλές μή ἠθικές ἀναφορές, πολλά ἀπεχθῆ ἐγκλήματα καί περιστατικά καί δεδομένα πού δέν θεωροῦνται κατάλληλα γιά ἠθική διαπαιδαγώγηση.
Ἡ ἀπάντηση στήν πραγματικότητα εἶναι πολύ ἁπλή: διότι σκοπός τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἐν γένει, καί τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἰδικότερα δέν εἶναι νά μᾶς διαπαιδαγωγήσει ἠθικά, ἀλλά νά μᾶς ὁδηγήσει στή σωτηρία. Στοχεύει νά δημιουργήσει ἁγίους καί ὄχι «χρηστούς πολῖτες» ἤ ἠθικούς χαρακτῆρες. Ἐάν στόχευε σέ αὐτό πολλά ἔπρεπε νά εἶναι διαφορετικά σέ αὐτή. Πάντως, καί ὀφείλουμε νά τό σημειώσουμε, ὑπάρχει σέ αὐτή πλῆθος κειμένων πού ἔχουν πολλά ἠθικοπλαστικά καί διδακτικά στοιχεῖα. Τέτοια εἶναι οἱ Ψαλμοί, οἱ Παροιμίες, ὁ Ἐκκλησιαστής, ἡ Σοφία Σολομῶντος, ἡ Σοφία Σειράχ καί ἄλλα. Πολλά ἀπό αὐτά ἀποδίδονται στόν Σολομώντα. Ἀνάμεσα σέ αὐτά ἀνήκει καί τό περίφημο Ἆσμα Ἀσμάτων πού ποτέ ἡ Ἐκκλησία δέν τό κατανόησε ὡς προκλητικό πορνογράφημα ὅπως προσπαθεῖ νά τό παρουσιάσει ὁ κύριος Σβουρένος. Καί δέν νομίζω ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὑπέρ τῆς πορνογραφίας ἤ κινεῖται μέ τήν ἀνηθικότητα πού ἀποδίδει σέ αὐτό ὁ ἀρθρογράφος.
Ἡ ἐκκλησιαστική ἐμπειρία πάντοτε τό κατανόησε καί τό προσέγγισε ὡς κορυφαία ἔκφραση ἀγάπης καί ἔρωτα πού ἑνώνει μέ λεπτότητα, ποιητική διάθεση καί ἀπίστευτη τρυφερότητα τούς ἀγαπημένους πού ἐπιθυμοῦν νά ἐνωθοῦν καί σωματικά ὡς καρπό τῆς «κραταιᾶς ὡς θάνατος ἀγάπης» (Ἆσμα Ἄσμάτων 8:6) τους. Φαντάζομαι ὅτι ἀνάλογη κριτική ἐκ μέρους τοῦ κυρίου Σβουρένου θά ἀντιμετωπίσει καί ἡ φράση τοῦ Μυστηρίου τοῦ Γάμου πού ζητᾶ ἀπό τόν Θεό νά ἁρμόσει, δηλαδή νά ἑνώσει μέ τόν καλύτερο δυνατό τρόπο, ἐκτός ἀπό τίς ψυχές καί τά σώματα τῶν νυμφευομένων…
Ἡ Ἐκκλησία πάντοτε ὕμνησε καί ὑμνεῖ τόν ἔρωτα καί τήν ἀγάπη ὡς τήν κορυφαία ἐκδήλωση τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν συνάνθρωπο καί κυρίως πρός τόν Θεό. Ἀμέτρητα κείμενα ἁγίων, παλαιῶν καί συγχρόνων, ἐκφράζουν μέ τόν πλέον ἐρωτικό τρόπο τήν ἀγάπη τους γιά τόν Θεό καί τήν ἐκφράζουν μέ αὐτόν τόν τρόπο γιατί ἁπλούστατα εἶναι ἐρωτευμένοι μαζί Του, τούς λείπει, τόν ἀγαποῦν! Δέν μποροῦν νά ζήσουν χωρίς Αὐτόν! Ἀνοίγονται πρός Αὐτόν μέ ὅ,τι σημαίνει αὐτό γιά τή ζωή τους… Αὐτό γιά ἐμᾶς πού συνήθως τηροῦμε ἠθικιστική στάση πρός τή ζωή, πού βλέπουμε τόν Θεό ὡς τιμωρό τῶν ἁμαρτιῶν μας ἤ αὐτόν πού ἐπιβραβεύει τίς καλές μας πράξεις, εἶναι ἀκατανόητο, εἶναι σκάνδαλο.
Τό ἀπροϋπόθετο ἄνοιγμα στόν ἄλλο εἴτε αὐτός εἶναι συνάνθρωπος εἴτε ὁ Θεός ἀπαιτεῖ νά χάσεις τή βολή σου, νά θυσιάσεις τά θέλω σου, νά παραμερίσεις τόν ἐγωισμό σου καί πολλά ἄλλα δύσκολα. Αὐτά διαβάζει, αὐτά διακρίνει ἡ Ἐκκλησία στό Ἄσμα Ἀσμάτων. Γι᾿ αὐτό τό ἔβαλε στόν Κανόνα τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Ἡ Ἁγία Γραφή δέν εἶναι ἐγχειρίδιο ἠθικῆς, ἄν καί θά μᾶς βόλευε νά εἶναι. Ὁ Σαούλ, παραδείγματος χάριν, δέν κατακρίθηκε ἐπειδή ἦταν ἀνήθικος οὔτε ὁ Δαβίδ δοξάσθηκε ἐπειδή ἦταν ὑπόδειγμα ἠθικῆς. Ὁ μέν πρῶτος ἔχασε τόν δρόμο του ὅταν σταμάτησε νά ἐμπιστεύεται τόν Θεό καί ὁ δεύτερος κέρδισε τήν ἁγιότητα, καθώς, παρά τίς ἁμαρτίες καί τά σφάλματά του, στό τέλος στρεφόταν πρός τόν Θεό καί μέ ἐμπιστοσύνη ζητοῦσε τό ἔλεος καί τή βοήθειά Του.
Σκοπός τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλά καί τῆς Καινῆς εἶναι νά μᾶς δείξει τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί τήν πορεία αὐτοῦ τοῦ σχεδίου μέσα στήν ἱστορία, μέχρι τήν ἀνακαίνιση τοῦ κόσμου. Ἡ Ἁγία Γραφή δέν ζητᾶ ἄμεμπτη ἠθική, ἀλλά ταπείνωση, μετάνοια καί ἀγάπη! Ἂς μήν λησμονοῦμε ὅτι ἄμεμπτη ἠθική εἶχαν οἱ Φαρισαῖοι…
Ὁ Σολομών, μέ τά λάθη καί τή σοφία του, τήν πίστη καί τήν ἀποστασία του, κατόρθωσε, τελικά, νά βρεθεῖ κοντά στόν Θεό καί νά ζητήσει τό ἔλεός Του.
Πολλά θά μπορούσαμε νά ἀναφέρουμε ἀκόμη σέ σχέση μέ τό ἄρθρο τοῦ κυρίου Σβουρένου, ἀλλά θά κλείσουμε μέ ἕνα ἀκόμη σφάλμα, πού κατά τή γνώμη μας εἶναι καί τό σοβαρότερο, διότι δείχνει ὄχι ἄγνοια κάποιου θέματος ἀλλά στάση πού δέν προσφέρει κάτι· ἁπλῶς κατηγορεῖ!
Κλείνει, λοιπόν, μέ ἕνα ἀδικαιολόγητο ἀντισημιτικό ξέσπασμα μίσους πού ἐπ᾿ οὐδενί μπορεῖ νά θεμελιωθεῖ ἤ νά ὑποστηριχτεῖ ἐπιστημονικά: γιά ὅλα συλλήβδην τά δεινά τῆς ἀνθρωπότητας παρουσιάζεται νά φταίει ὁ περιούσιος λαός, ὁ ὁποῖος ἔχει τόν κατάλληλο βασιλιά, αὐτόν πού τοῦ ταιριάζει, τόν πλέον ἀνήθικο. Τί νά πεῖ κανείς γιά τέτοια λόγια ...
Στήν πραγματικότητα τό ἄρθρο στό ὁποῖο ἀναφερθήκαμε δέν ἔχει ἐπιστημονική, θεολογική ἤ κάποια ἄλλη ἀξία. Δείχνει ὅμως πού μπορεῖ νά ὁδηγήσει ἡ ἄγνοια, ἡ κακή χρήση τῶν πηγῶν, ἡ λάθος ἀξιοποίηση τῆς βιβλιογραφίας καί ἡ ἀμετροέπεια νά ἀσχολούμαστε μέ δύσκολα θέματα καί νά γράφουμε δημοσίως γι᾿ αὐτά σάν νά ἰδιωτεύουμε.
Ὁ δημόσιος λόγος ὀφείλει νά ἔχει κάποια ἀξιοπρέπεια. Λάθη καί σφάλματα κάνουμε ὅλοι. Δεοντολογικά, ὅμως, ὅσοι ἐκφέρουμε δημόσιο λόγο εἴμαστε «ὑποχρεωμένοι» νά προσπαθοῦμε νά γνωρίζουμε, στοιχειωδῶς ἔστω, τό ἀντικείμενό μας. Μόνο ἔτσι δείχνουμε τόν ἁρμόζοντα σεβασμό στόν ἀναγνώστη ἤ ἀκροατή καί ἡ συμβολή μας, μικρή ἤ μεγάλη, ἔχει νόημα καί λογίζεται ὡς προσφορά.