Λόγος Κατηχητήριος ἐπί τῇ ἐνάρξει τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς (2008)
+ Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ
ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ,
ΧΑΡΙΣ ΕΙΗ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ
ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, ΠΑΡ' HΜΩΝ ΔΕ ΕΥΧΗ, ΕΥΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΩΡΗΣΙΣ
Ἡ Ἐκκλησία μας κατὰ τὴν περίοδον τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς μᾶς καλεῖ εἰς μετάνοιαν. Βεβαίως ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος δὲν αἰσθάνεται ἀνέτως ἀκούων τὸ προσκλητήριον τῆς μετανοίας, διότι ἔχει συνηθίσει μὲ τὸν τρόπον ζωῆς τὸν ὁποῖον ἀκολουθεῖ καὶ δὲν θέλει νὰ ἀμφισβητήσῃ τὴν ὀρθότητά του. Ἡ ἀμφισβήτησις τῆς ὀρθότητος τοῦ δημιουργεῖ αἴσθημα ἀνασφαλείας, διότι τὸ ἰδεολογικὸν οἰκοδόμημα, ἐντὸς τοῦ ὁποίου ἔχει ζητήσει ἀσφαλὲς καταφύγιον ὁ ἄνθρωπος, ἀσφαλῶς διακυβεύεται.
Ἐν τούτοις, βαθυτέρα ἐξέτασις τοῦ ζητήματος πείθει ὅτι αἱ πεποιθήσεις τῶν ἀνθρώπων δὲν ἐσχημαστίσθησαν μὲ ἀντικειμενικότητα ἐπὶ τῇ βάσει τῆς λογικῆς κρίσεως, ἀλλὰ ἐδημιουργήθησαν διὰ νὰ δικαιολογήσουν τὸ ἀρεστὸν εἰς αὐτούς, ἤτοι εἶναι προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις. Ἀλλὰ τὸ νὰ δικαιολογῇ ὁ ἄνθρωπος τὰς πράξεις του καὶ νὰ δικαιώνῃ τὸν ἑαυτόν του ἐπὶ τῇ βάσει ἐσφαλμένων ἀξιωμάτων εἶναι ἐπιζήμιον δι᾿ αὐτόν, διότι ὅταν ἀναποφεύκτως θὰ ἔλθῃ ἡ στιγμὴ τῆς ἀναδύσεως τῆς ἀληθείας θὰ εὑρεθῇ ἀδικαιολόγητος καὶ ἴσως δὲν θὰ ἔχῃ πλέον χρόνον νὰ ἀναπροσαρμόσῃ τὰς πεποιθήσεις του, ἤτοι νὰ μετανοήσῃ διὰ τὰς ἁμαρτωλὰς πράξεις του καὶ τὰς πεπλανημένας πίστεις του, διὰ τῶν ὁποίων ἤθελε νὰ δικαιώσῃ τὴν συμπεριφοράν του.
Ἡμεῖς ὅμως, οἱ χριστιανοί, εἴμεθα ἐξοικειωμένοι μὲ τὸ ἄκουσμα καὶ τὴν πρᾶξιν τῆς μετανοίας καὶ δὲν ταρασσόμεθα μὲ τὸ σχετικὸν πρὸς μετάνοιαν προσκλητήριον τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀλλὰ πρέπει νὰ συνειδητοποιήσωμεν καὶ ἡμεῖς ὅτι ἡ πλήρης μετάνοια ἔχει δύο στόχους.
Ὁ πρῶτος εἶναι ἡ ἀπάρνησις τῶν ἁμαρτιῶν μας καὶ ἡ ἀπόφασις τῆς παύσεως τῶν ἁμαρτωλῶν πράξεων καὶ συνηθειῶν μας, ὡς καὶ ἡ ἐπανόρθωσις τῶν συνεπειῶν των. Παράδειγμα, ὁ τελώνης Ζακχαῖος, ὁ ὁποῖος μετανοήσας εἰλικρινῶς κατὰ τὴν συνάντησίν του μετὰ τοῦ Χριστοῦ ἀπέδειξε τὴν μετάνοιάν του καὶ ἐμπράκτως μὲ τὸ νὰ ἀποδώσῃ εἰς τὸ τετραπλοῦν ὅσα ἀδίκως εἶχεν εἰσπράξει.
Ὁ δεύτερος στόχος τῆς μετανοίας μας εἶναι νὰ ἀλλάξωμεν νοοτροπίαν, νὰ ἀντικαταστήσωμεν τὰς ἀντιλήψεις μας μὲ ἄλλας ἀνωτέρας καὶ ὑψηλοτέρας, κατὰ τὸν λόγον τοῦ Ψαλμῳδοῦ, λέγοντος «ἀναβάσεις ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ διέθετο». Ὁ δεύτερος αὐτὸς στόχος εἶναι ἀναγκαῖον νὰ ἐπιδιώκεται καὶ ὑπ᾿ ἐκείνων οἱ ὁποῖοι δὲν ἐλέγχονται ὑπὸ τῆς συνειδήσεώς των διὰ συγκεκριμένας ἁμαρτίας. Διότι, ἐπὶ παραδείγματι, ἡ ἀντίληψίς μας περὶ ἀγάπης ὁπωσδήποτε ὑστερεῖ τῆς τελειότητος, ὅπως καὶ ἡ ἀντίληψίς μας περὶ ταπεινώσεως. Συγκρίνοντες τὴν ἰδικήν μας πνευματικὴν κατάστασιν μὲ τὴν τελειότητα τοῦ Θεοῦ, τῆς ὁποίας καλούμεθα νὰ εἴμεθα μιμηταί, ἀσφαλῶς βλέπομεν τὴν ὑστέρησίν μας καὶ τὸ ἄπειρον τοῦ δρόμου τὸν ὁποῖον ἔχομεν νὰ βαδίσωμεν διὰ νὰ εὑρεθῶμεν ἐπὶ τῆς τροχιᾶς τῶν μιμητῶν τοῦ Χριστοῦ.
Ἐρευνῶντες τὴν ποιότητα τῆς ἐσωτερικῆς εἰρήνης μας, διαπιστοῦμεν ὅτι πολὺ ἀπέχομεν ἀπὸ τὴν εἰρήνην τοῦ Χριστοῦ τὴν πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν. Σταθμίζοντες τὸ πόσον ἐμπιστευόμεθα τὴν ζωήν μας εἰς τὴν Πρόνοιαν τοῦ Θεοῦ, μετὰ λύπης μας πιστοποιοῦμεν ὅτι πολλάκις καταλαμβανόμεθα ὑπὸ ἄγχους καὶ ἀβεβαιότητος διὰ τὸ μέλλον, ὡς ἐὰν εἴμεθα ὀλιγόπιστοι ἢ καὶ ἄπιστοι. Καί, γενικῶς, ἐλέγχοντες τὴν καθαρότητα τῆς συνειδήσεώς μας βλέπομεν ὅτι πολλάκις δὲν συνειδητοποιοῦμεν πολλὰ βλαπτικὰ διὰ τὴν καθαρότητά μας αἰσθήματά μας, τὰ ὁποῖα ἐνίοτε θεωροῦμεν ὑγιᾶ. Χρειάζεται, λοιπόν, νέος πληρέστερος φωτισμὸς τῆς συνειδήσεώς μας διὰ τῶν διδαχῶν τῶν Πατέρων καὶ τοῦ Εὐαγγελίου, ὥστε αἱ κρίσεις μας περὶ τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ τῶν ἐλλείψεών του νὰ εἶναι ὀρθότεραι καὶ περισσότερον σύμφωνοι μὲ τὴν κρίσιν τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐπειδὴ οὐδεὶς ἄνθρωπος δύναται νὰ εἴπῃ ὅτι ἔφθασεν εἰς τὴν τελειότητα τῆς κρίσεώς του περὶ τοῦ ἑαυτοῦ του, δι᾿ αὐτὸ καὶ οὐδεὶς ἄνθρωπος δύναται νὰ εἴπῃ ὅτι δὲν ἔχει ἀνάγκην νέου νοῦ, περισσότερον φωτισμένου νοῦ, ἀλλαγῆς νοῦ, διορθώσεως τοῦ νοῦ καὶ τῆς νοοτροπίας του, δηλαδὴ μετανοίας.
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας, ἡ ὁποία μᾶς καλεῖ εἰς μετάνοιαν, δὲν μᾶς καλεῖ εἰς αὐτομεμψίαν μόνον. Καὶ ἡ αὐτομεμψία χρειάζεται, καὶ ἡ συντριβὴ χρειάζεται καὶ τὰ δάκρυα μετανοίας χρειάζονται, ἀλλὰ δὲν ἀρκοῦν. Προσαπαιτεῖται ἡ χαρὰ τῆς ὑπὸ τοῦ Θεοῦ συγχωρήσεώς μας, τὸ αἴσθημα τῆς ἀπελευθερώσεώς μας ἀπὸ τὰ βάρη τῶν δεσμῶν τῆς οἱασδήποτε ἁμαρτίας μας καὶ ἡ αἴσθησις τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρὸς ἡμᾶς. Ἡ μετάνοιά μας δὲν εἶναι κάτι τὸ ὁποῖον μᾶς στερεῖ τὴν χαρὰν τῆς ζωῆς, ὥστε νὰ δυσανασχετῶμεν ἀκούοντες τὸ κήρυγμα τῆς μετανοίας. Ἡ μετάνοια εἶναι κάθαρσις καὶ φωτισμὸς τοῦ νοῦ μας, θέρμανσις τῆς ἀγάπης μας πρὸς τὸν Χριστὸν καὶ τὴν κτίσιν Του, ἐλευθερία καὶ χαρὰ διὰ τὴν καινότητα ζωῆς εἰς τὴν ὁποίαν διὰ τῆς συνεχοῦς μετανοίας ἀκαταπαύστως εἰσερχόμεθα.
Ὁ μετανοῶν συνεχῶς, προοδεύει συνεχῶς, χαίρεται συνεχῶς διὰ τὰς νέας ἀναβάσεις του, ἱκανοποιεῖται συνεχῶς διὰ τὴν ἀποκτωμένην βαθυτέραν γνῶσιν του περὶ πάντων. Διὰ τῆς ἀλλαγῆς τῆς νοοτροπίας του καὶ τῶν ἀντιλήψεών του ὁ μετανοῶν κατανοεῖ καλύτερον τὸν κόσμον ὅλον, γίνεται σοφώτερος, νουνεχέστερος, διακριτικώτερος, γίνεται ὑψιπετὴς καὶ φίλος τοῦ Χριστοῦ. Ὅθεν, τὸ κήρυγμα τῆς μετανοίας γίνεται εὐμενῶς δεκτὸν ἀπὸ τοὺς εὐφυεστέρους τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι δύνανται νὰ ἐκτιμήσουν ὁποίαν μεταβολὴν ἐπὶ τὰ βελτίω προσφέρει εἰς τὸν ἄνθρωπον ἡ διὰ τῆς μετανοίας ἀναγέννησις αὐτοῦ.
Ὅθεν, ἀδελφοὶ καὶ τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά, ἂς οἰκειοποιηθῶμεν τὴν πρόσκλησιν τῆς Ἐκκλησίας μας διὰ μετάνοιαν καὶ ὑπ᾿ ἀμφοτέρας τὰς προεκτεθείσας μορφάς της καὶ ἂς καθάρωμεν ἑαυτοὺς ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μας δι᾿ ἐξομολογήσεως οἱ ἁμαρτήσαντες, ἂς ἀναθεωρῶμεν δὲ συνεχῶς τὰς ἀντιλήψεις μας οἱ λοιποί, ὥστε αἱ κρίσεις μας καὶ οἱ συλλογισμοί μας νὰ εἶναι ἔνθεοι καὶ καθαροί, ἀληθεῖς καὶ δίκαιοι.
Ἐπὶ δὲ τούτοις, εὐχόμεθα ὑμῖν πατρικῶς πᾶσαν παρὰ Κυρίου βοήθειαν εἰς τὸν δρόμον σας τῆς μετανοίας καὶ εἰς ὅλην τὴν ἀναγεννημένην ἐν Χριστῷ ζωήν σας.
Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή ,βη´
+ Ὁ Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαῖος
διάπυρος πρὸς Θεὸν εὐχέτης πάντων ὑμῶν